- περισκοπικός
- -ή, -ό Ν, [περισκόπιο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περισκόπιο, ο τού περισκοπίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περισκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)